- δευτερόλεπτον
- δευτερό-λεπτον, τό, Astron.,A second of a minute of degree, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.7.194.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δευτερολέπτοις — δευτερόλεπτον second of a minute of degree neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερόλεπτα — δευτερόλεπτον second of a minute of degree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερόλεπτο — Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs … Dictionary of Greek